- ανασφαλής
- οαυτός που δεν είναι ή δεν αισθάνεται ασφαλής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρέζιγος — η, ο, Ν αυτός που δεν εμπνέει ασφάλεια, ανασφαλής, επισφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γενουατ. rezegu < γενουατ. risico < ριζικόν] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek